αποχαύνωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποχαύνωση οι αποχαυνώσεις
      γενική της αποχαύνωσης* των αποχαυνώσεων
    αιτιατική την αποχαύνωση τις αποχαυνώσεις
     κλητική αποχαύνωση αποχαυνώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποχαυνώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποχαύνωση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αποχαύνωση θηλυκό

  • η απονάρκωση των διανοητικών δυνάμεων.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]