αποχαύνωση
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αποχαύνωση | οι | αποχαυνώσεις |
| γενική | της | αποχαύνωσης* | των | αποχαυνώσεων |
| αιτιατική | την | αποχαύνωση | τις | αποχαυνώσεις |
| κλητική | αποχαύνωση | αποχαυνώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αποχαυνώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποχαύνωση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αποχαύνωση θηλυκό
- η απονάρκωση των διανοητικών δυνάμεων.