αποχειροτονία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀποχειροτονία

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποχειροτονία οι αποχειροτονίες
      γενική της αποχειροτονίας των αποχειροτονιών
    αιτιατική την αποχειροτονία τις αποχειροτονίες
     κλητική αποχειροτονία αποχειροτονίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποχειροτονία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποχειροτονία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αποχειροτονία θηλυκό

  1. (ιστορία, νομικός όρος) αθώωση κατηγορουμένου που συναγόταν από την πλειοψηφία των υψωμένων χεριών των δικαστών
  2. (ιστορία, πολιτική) απόρριψη πρότασης στην εκκλησία του δήμου ή παύση / αποδοκιμασία ενός άρχοντα που συναγόταν από την πλειοψηφία των υψωμένων χεριών των πολιτών

Μεταφράσεις[επεξεργασία]