αποχλωρίωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποχλωρίωση οι αποχλωριώσεις
      γενική της αποχλωρίωσης* των αποχλωριώσεων
    αιτιατική την αποχλωρίωση τις αποχλωριώσεις
     κλητική αποχλωρίωση αποχλωριώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποχλωριώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποχλωρίωση < αποχλωριώνω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αποχλωρίωση θηλυκό

  1. η διεργασία και το αποτέλεσμα του αποχλωριώνω
  2. (χημεία) η με χημική αντίδραση, καταλυτική διεργασία, αφαίρεσης ατόμου χλωρίου, από μία χημική ένωση
    αποχλωρίωση νερού
  3. η αντίθετη διεργασία της χλωρίωσης

Παράγωγα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]