αποχλωριώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
αποχλωριώνω, πρτ.: αποχλωρίωνα, στ.μέλλ.: θα αποχλωριώσω, αόρ.: αποχλωρίωσα, παθ.φωνή: αποχλωριώνομαι, μτχ.π.π.: αποχλωριωμένος
- διενεργώ αποχλωρίωση
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποχλωριώνω | αποχλωρίωνα | θα αποχλωριώνω | να αποχλωριώνω | αποχλωριώνοντας | |
β' ενικ. | αποχλωριώνεις | αποχλωρίωνες | θα αποχλωριώνεις | να αποχλωριώνεις | αποχλωρίωνε | |
γ' ενικ. | αποχλωριώνει | αποχλωρίωνε | θα αποχλωριώνει | να αποχλωριώνει | ||
α' πληθ. | αποχλωριώνουμε | αποχλωριώναμε | θα αποχλωριώνουμε | να αποχλωριώνουμε | ||
β' πληθ. | αποχλωριώνετε | αποχλωριώνατε | θα αποχλωριώνετε | να αποχλωριώνετε | αποχλωριώνετε | |
γ' πληθ. | αποχλωριώνουν(ε) | αποχλωρίωναν αποχλωριώναν(ε) |
θα αποχλωριώνουν(ε) | να αποχλωριώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποχλωρίωσα | θα αποχλωριώσω | να αποχλωριώσω | αποχλωριώσει | ||
β' ενικ. | αποχλωρίωσες | θα αποχλωριώσεις | να αποχλωριώσεις | αποχλωρίωσε | ||
γ' ενικ. | αποχλωρίωσε | θα αποχλωριώσει | να αποχλωριώσει | |||
α' πληθ. | αποχλωριώσαμε | θα αποχλωριώσουμε | να αποχλωριώσουμε | |||
β' πληθ. | αποχλωριώσατε | θα αποχλωριώσετε | να αποχλωριώσετε | αποχλωριώστε | ||
γ' πληθ. | αποχλωρίωσαν αποχλωριώσαν(ε) |
θα αποχλωριώσουν(ε) | να αποχλωριώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποχλωριώσει | είχα αποχλωριώσει | θα έχω αποχλωριώσει | να έχω αποχλωριώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποχλωριώσει | είχες αποχλωριώσει | θα έχεις αποχλωριώσει | να έχεις αποχλωριώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποχλωριώσει | είχε αποχλωριώσει | θα έχει αποχλωριώσει | να έχει αποχλωριώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποχλωριώσει | είχαμε αποχλωριώσει | θα έχουμε αποχλωριώσει | να έχουμε αποχλωριώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποχλωριώσει | είχατε αποχλωριώσει | θα έχετε αποχλωριώσει | να έχετε αποχλωριώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποχλωριώσει | είχαν αποχλωριώσει | θα έχουν αποχλωριώσει | να έχουν αποχλωριώσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποχλωριώνω
|