αποχλωριώσεως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
αποχλωριώσεως θηλυκό
- (λόγιο) γενική ενικού του αποχλωρίωση
- εναλλακτικά: αποχλωρίωσης
αποχλωριώσεως θηλυκό