αποχρωματισμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποχρωματισμένος η αποχρωματισμένη το αποχρωματισμένο
      γενική του αποχρωματισμένου της αποχρωματισμένης του αποχρωματισμένου
    αιτιατική τον αποχρωματισμένο την αποχρωματισμένη το αποχρωματισμένο
     κλητική αποχρωματισμένε αποχρωματισμένη αποχρωματισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποχρωματισμένοι οι αποχρωματισμένες τα αποχρωματισμένα
      γενική των αποχρωματισμένων των αποχρωματισμένων των αποχρωματισμένων
    αιτιατική τους αποχρωματισμένους τις αποχρωματισμένες τα αποχρωματισμένα
     κλητική αποχρωματισμένοι αποχρωματισμένες αποχρωματισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποχρωματισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αποχρωματίζω

Μετοχή[επεξεργασία]

αποχρωματισμένος

  • αυτός που έχει αποχρωματιστεί.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]