αποχρωματισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αποχρωματισμός οι αποχρωματισμοί
      γενική του αποχρωματισμού των αποχρωματισμών
    αιτιατική τον αποχρωματισμό τους αποχρωματισμούς
     κλητική αποχρωματισμέ αποχρωματισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποχρωματισμός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αποχρωματισμός αρσενικό

  1. η αφαίρεση του χρώματος
  2. η αφαίρεση ή απώλεια στοιχείων που χαρακτηρίζει κάποιον/κάτι.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]