αποχωρίζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποχωρίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος αποχωρίζω < αρχαία ελληνική ἀποχωρίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

αποχωρίζομαι

  1. χωρίζω, απομακρύνομαι από ένα αγαπητό πρόσωπο
    Κλαίγαμε μια ώρα όταν αποχωριστήκαμε στο αεροδρόμιο
  2. στερούμαι πρόσωπο ή αντικείμενο ή αφηρημένη έννοια
    Δεν μπορούσε να αποχωριστει το παιδί του, το πατρικό του, τη γυναίκα μου, τα βιβλία του πατέρα του, την κομματική του ταυτότητα, την κομματική του ιδιότητα, την παιδικότητά του

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]