αποχωρίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποχωρίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος αποχωρίζω < αρχαία ελληνική ἀποχωρίζω
Ρήμα[επεξεργασία]
αποχωρίζομαι
- χωρίζω, απομακρύνομαι από ένα αγαπητό πρόσωπο
- Κλαίγαμε μια ώρα όταν αποχωριστήκαμε στο αεροδρόμιο
- στερούμαι πρόσωπο ή αντικείμενο ή αφηρημένη έννοια
- Δεν μπορούσε να αποχωριστει το παιδί του, το πατρικό του, τη γυναίκα μου, τα βιβλία του πατέρα του, την κομματική του ταυτότητα, την κομματική του ιδιότητα, την παιδικότητά του
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποχωρίζομαι | αποχωριζόμουν(α) | θα αποχωρίζομαι | να αποχωρίζομαι | αποχωριζόμενος | |
β' ενικ. | αποχωρίζεσαι | αποχωριζόσουν(α) | θα αποχωρίζεσαι | να αποχωρίζεσαι | (αποχωρίζου) | |
γ' ενικ. | αποχωρίζεται | αποχωριζόταν(ε) | θα αποχωρίζεται | να αποχωρίζεται | ||
α' πληθ. | αποχωριζόμαστε | αποχωριζόμαστε αποχωριζόμασταν |
θα αποχωριζόμαστε | να αποχωριζόμαστε | ||
β' πληθ. | αποχωρίζεστε | αποχωριζόσαστε αποχωριζόσασταν |
θα αποχωρίζεστε | να αποχωρίζεστε | (αποχωρίζεστε) | |
γ' πληθ. | αποχωρίζονται | αποχωρίζονταν αποχωριζόντουσαν |
θα αποχωρίζονται | να αποχωρίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποχωρίστηκα | θα αποχωριστώ | να αποχωριστώ | αποχωριστεί | ||
β' ενικ. | αποχωρίστηκες | θα αποχωριστείς | να αποχωριστείς | αποχωρίσου | ||
γ' ενικ. | αποχωρίστηκε | θα αποχωριστεί | να αποχωριστεί | |||
α' πληθ. | αποχωριστήκαμε | θα αποχωριστούμε | να αποχωριστούμε | |||
β' πληθ. | αποχωριστήκατε | θα αποχωριστείτε | να αποχωριστείτε | αποχωριστείτε | ||
γ' πληθ. | αποχωρίστηκαν αποχωριστήκαν(ε) |
θα αποχωριστούν(ε) | να αποχωριστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αποχωριστεί | είχα αποχωριστεί | θα έχω αποχωριστεί | να έχω αποχωριστεί | αποχωρισμένος | |
β' ενικ. | έχεις αποχωριστεί | είχες αποχωριστεί | θα έχεις αποχωριστεί | να έχεις αποχωριστεί | ||
γ' ενικ. | έχει αποχωριστεί | είχε αποχωριστεί | θα έχει αποχωριστεί | να έχει αποχωριστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αποχωριστεί | είχαμε αποχωριστεί | θα έχουμε αποχωριστεί | να έχουμε αποχωριστεί | ||
β' πληθ. | έχετε αποχωριστεί | είχατε αποχωριστεί | θα έχετε αποχωριστεί | να έχετε αποχωριστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αποχωριστεί | είχαν αποχωριστεί | θα έχουν αποχωριστεί | να έχουν αποχωριστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αποχωρισμένος - είμαστε, είστε, είναι αποχωρισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αποχωρισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αποχωρισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αποχωρισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αποχωρισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αποχωρισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αποχωρισμένοι |