αποχωρητήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποχωρητήριο < (η λέξη μαρτυρείται από το 1888) αποχωρώ
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αποχωρητήριο ουδέτερο
- χώρος που προορίζεται για την αφόδευση και την ούρηση
- Τὸ τεράστιο αὐτὸ σπίτι δὲν εἶχε παρὰ μόνον ἕνα ἀποχωρητήριο. (Π. Βυζάντιος, Ἡ ζωὴ ἑνὸς ζωγράφου, 1994)