αποχωριστικός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]αποχωριστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον αποχωρισμό ή (σπάνιο) τον αποχωριστή ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποχωριστικός