απροβούλευτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απροβούλευτος < αρχαία ελληνική ἀπροβούλευτος < προβουλεύω < πρό + βουλεύω < βουλή < βούλομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷel-
Επίθετο[επεξεργασία]
απροβούλευτος
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη βουλεύομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απροβούλευτος
|