απροσδιοριστία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απροσδιοριστία < απροσδιόριστος + -ία (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική indétermination)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απροσδιοριστία θηλυκό
- ο μη προσδιορισμός μιας έννοιας ή ενός μεγέθους
- (φυσική, στην κβαντομηχανική) η αρχή της απροδιοριστίας δηλώνει πως ένα ζεύγος τιμών-φυσικών ποσοτήτων ενός σωματιδίου, όπως η θέση και η ταχύτητα ή ορμή του, δεν μπορούν να προβλεφθούν με ακρίβεια, ακόμα κι αν έχουν καθοριστεί οι αρχικές συνθήκες της κίνησής του· σύμφωνα με την αρχή, το γινόμενο της αβεβαιότητας της θέσης του σωματιδίου με την αβεβαιότητα της ορμής του δεν μπορεί να είναι μικρότερο από μια γενική σταθερά, πράγμα που σημαίνει ότι με όσο μεγαλύτερη ακρίβεια προσδιορίζεται η θέση, τόσο πιο μεγάλο είναι το πιθανό σφάλμα στην πρόβλεψη της ορμής και αντίστροφα
- (φιλοσοφία, κοινωνιολογία) έννοια που εισήχθη στο κοινωνιολογικό λεξιλόγιο από τον Γερμανό φορμαλιστή Μαξ Βέμπερ (Max Weber) και σημαίνει την αποτελεσματική τυχαιότητα ύστερα από ένωση πολλών κανονικοτήτων ή πιο απλουστευμένα παρέκκλιση από τον επιστημονικό κανόνα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απροσδιοριστία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ία (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Φιλοσοφία (νέα ελληνικά)
- Κοινωνιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)