απρόσβλητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
απρόσβλητος, -η, -ο
- που δεν μπορεί κανείς να του επιτεθεί αποτελεσματικά
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απρόσβλητος