απτά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
απτά < απτός
Επίρρημα[επεξεργασία]
απτά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απτά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
απτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του απτό