απταίστως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απταίστως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπταίστως < ἄπταιστ(ος) + -ως
Επίρρημα[επεξεργασία]
απταίστως
Πηγές[επεξεργασία]
- άπταιστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας