απτότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απτότητα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απτότητα θηλυκό
- η ιδιότητα να είναι κάποιος απτός
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απτότητα
|