απωθούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀπωθοῦμαι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

απωθούμαι, π.αόρ.: απωθήθηκα, μτχ.π.π.: απωθημένος