απωθώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απωθώ < αρχαία ελληνική ἀπωθέω
Συνώνυμα
•διώχνω
απωθώ
- σπρώχνω μακριά
- αποκρούω έναν επιτιθέμενο και τον εξαναγκάζω να επιστρέψει στο σημείο από το οποίο εκδήλωσε την επίθεσή του
- δημιουργώ ένα δυσάρεστο συναίσθημα και απομακρύνω κάποιον, είμαι ή γίνομαι απωθητικός
- με απωθεί η αλαζονεία αυτού του ανθρώπου
- ξεχνώ κάτι δυσάρεστο
- ο ασθενής είχε απωθήσει τη δυσάρεστη εμπειρία