απόβαση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απόβαση οι αποβάσεις
      γενική της απόβασης* των αποβάσεων
    αιτιατική την απόβαση τις αποβάσεις
     κλητική απόβαση αποβάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποβάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απόβαση < αρχαία ελληνική ἀπόβασις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

απόβαση θηλυκό

  • είδος στρατιωτικής επέμβασης ή επιχείρησης που διενεργείται στα παράλια και κατά την οποία αποβιβάζονται στρατιωτικές μονάδες στην ξηρά

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]