απόβροχα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
απόβροχα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απόβροχα
|
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
απόβροχα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του απόβροχο