απόβροχα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]απόβροχα
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απόβροχα
|
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]απόβροχα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του απόβροχο