απόθεμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απόθεμα < αποθέτω + -μα (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική dépôt)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απόθεμα ουδέτερο
[επεξεργασία]
- αποθεματικό
- αποθεματικός
- αποθεματοποίηση
- αποθεματοποιώ
- → δείτε τις λέξεις αποθέτω, από και θέτω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωλογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)