απόμαχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απόμαχος < (λόγιο) αρχαία ελληνική ἀπόμαχος[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈpɔ.ma.xɔs/
- συλλαβισμός : α‐πό‐μα‐χος
Επίθετο[επεξεργασία]
απόμαχος, -η, -ο
- απόστρατος, βετεράνος, παλαίμαχος
- (κατ' επέκταση) ο ηλικιωμένος, που έχει πια αποσυρθεί από την ενεργό υπηρεσία ή επαγγελματική ζωή
[επεξεργασία]
- απομαχικός
- → δείτε τις λέξεις από και μάχη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απόμαχος
[επεξεργασία]
- ↑ «απόμαχος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.