απόξυσμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απόξυσμα < μεσαιωνική ελληνική απόξυσμα < (ελληνιστική κοινή) ἀποξύω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απόξυσμα ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απόξυσμα
|