απόπατος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο απόπατος οι απόπατοι
      γενική του απόπατου των απόπατων
    αιτιατική τον απόπατο τους απόπατους
     κλητική απόπατε απόπατοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απόπατος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπόπατος[1] < ἀπoπατῶ < ἀπό + πατῶ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈpo.pa.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πό‐πα‐τος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Απόπατος στην εξοχή.

απόπατος αρσενικό

  1. χώρος που προορίζεται για την αφόδευση και την ούρηση
    ※  Ἀθήνα... ξέρεις τί θὰ πῇ, πουλάκι μου, Ἀθήνα; / ἀπόπατος ἀπέραντος ἐν μέσῳ ἀποπάτων. (Γεώργιος Σουρής, «Ἀθήνα», 1883)
  2. (μεταφορικά) χώρος βρωμερός και σιχαμερός, ή γενικότερα κάτι το αποκρουστικό
    ※  Τα διαφανή πλαστικά κουτιά μεταβλήθηκαν σε απόπατο του θυμού μας. (Π. Σιάνης, «Κάλπες, καταφύγιο ή απόπατος;», εφημερίδα Το Ποντίκι (Αθήνα), 7 Μαΐου 2012)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]