απόπιωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απόπιωμα τα αποπιώματα
      γενική του αποπιώματος των αποπιωμάτων
    αιτιατική το απόπιωμα τα αποπιώματα
     κλητική απόπιωμα αποπιώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απόπιωμα < αποπίνω, θέμα αποπιω- (όπως στο αοριστικό αποπιώ) + -μα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈpo.pço.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πό‐πιω‐μα
ομόηχο: απόπιομα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

απόπιωμα ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]