απόσκεπος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απόσκεπος η απόσκεπη το απόσκεπο
      γενική του απόσκεπου της απόσκεπης του απόσκεπου
    αιτιατική τον απόσκεπο την απόσκεπη το απόσκεπο
     κλητική απόσκεπε απόσκεπη απόσκεπο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απόσκεποι οι απόσκεπες τα απόσκεπα
      γενική των απόσκεπων των απόσκεπων των απόσκεπων
    αιτιατική τους απόσκεπους τις απόσκεπες τα απόσκεπα
     κλητική απόσκεποι απόσκεπες απόσκεπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απόσκεπος < μεσαιωνική ελληνική απόσκεπος

Επίθετο[επεξεργασία]

απόσκεπος, -η, -ο

  1. σκεπασμένος, καλυμμένος
  2. (μεταφορικά) απόκρυφος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]