απόσκιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απόσκιο τα απόσκια
      γενική του απόσκιου των απόσκιων
    αιτιατική το απόσκιο τα απόσκια
     κλητική απόσκιο απόσκια
Με συνίζηση στην κατάληξη: προφέρεται ως παροξύτονο.
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απόσκιο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου απόσκιος < από- + σκι(ά) + -ος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈpo.sco/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πό‐σκιο

Επίθετο[επεξεργασία]

απόσκιο ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη σκιά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]