απόσκιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | απόσκιο | τα | απόσκια |
γενική | του | απόσκιου | των | απόσκιων |
αιτιατική | το | απόσκιο | τα | απόσκια |
κλητική | απόσκιο | απόσκια | ||
Με συνίζηση στην κατάληξη: προφέρεται ως παροξύτονο. | ||||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈpo.sco/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πό‐σκιο
Επίθετο[επεξεργασία]
απόσκιο ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) σκιερό μέρος
- ※ Βουρλισμένοι από τη φλόγα που έπεφτε στα κεφάλια τους οι άνθρωποι, τρέχανε βιαστικά στ' απόσκια για να σωθούν. (Τάκης Αδάμος Σύντροφοι [διήγημα])
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη σκιά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απόσκιο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα από- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)