απόσταγμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απόσταγμα τα αποστάγματα
      γενική του αποστάγματος των αποσταγμάτων
    αιτιατική το απόσταγμα τα αποστάγματα
     κλητική απόσταγμα αποστάγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απόσταγμα < (ελληνιστική κοινήἀπόσταγμα (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική distillat)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

απόσταγμα ουδέτερο

  1. ό,τι έχει αποσταχτεί, ό,τι έχει προκύψει από απόσταξη
  2. (μεταφορικά) η ουσία, το βαθύτερο νόημα, το σημαντικότερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]