απόσυρση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απόσυρση | οι | αποσύρσεις |
γενική | της | απόσυρσης* | των | αποσύρσεων |
αιτιατική | την | απόσυρση | τις | αποσύρσεις |
κλητική | απόσυρση | αποσύρσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποσύρσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απόσυρση θηλυκό
- η διαδικασία και το αποτέλεσμα του αποσύρω
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απόσυρση