απότολμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απότολμος < μεσαιωνική ελληνική απότολμος < αποτολμώ < αρχαία ελληνική ἀποτολμάω / ἀποτολμῶ < ἀπό + τολμάω / τολμῶ
Επίθετο[επεξεργασία]
απότολμος, -η, -ο
- που αποτολμά