απόφαση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απόφαση | οι | αποφάσεις |
γενική | της | απόφασης & αποφάσεως |
των | αποφάσεων |
αιτιατική | την | απόφαση | τις | αποφάσεις |
κλητική | απόφαση | αποφάσεις | ||
όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απόφαση < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀπόφαση / ἀπόφασις < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀπόφασις[1] < ἀπό + φημί[2]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈpo.fa.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πό‐φα‐ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απόφαση θηλυκό
- η ενέργεια του ρήματος αποφασίζω, η τελική κρίση στην οποία καταλήγει ένα άτομο ή συλλογικό όργανο σχετικά με το τι πρέπει να γίνει
- (συνεκδοχικά) το επίσημο έγγραφο με το οποίο δημοσιοποιείται ή καθίσταται εκτελεστή μια τέτοια επίσημη κρίση
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- το παίρνω απόφαση: παραδέχομαι ότι κάτι δεν μπορεί να αλλάξει και κανονίζω τη ζωή μου με αυτό το δεδομένο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απόφαση
[επεξεργασία]
- ↑ «απόφαση» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη'
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα από- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)