απόχρεμψη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απόχρεμψη | οι | αποχρέμψεις |
γενική | της | απόχρεμψης* | των | αποχρέμψεων |
αιτιατική | την | απόχρεμψη | τις | αποχρέμψεις |
κλητική | απόχρεμψη | αποχρέμψεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποχρέμψεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απόχρεμψη < αρχαία ελληνική ἀπόχρεμψις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απόχρεμψη θηλυκό
- (ιατρική) (λόγιο) ό,τι αποβάλλεται με το βήχα από τα πνευμόνια, τους βρόγχους και το σχετικό σύστημα καθώς και η διαδικασία αυτή της αποβολής
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απόχρεμψη