απύθμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απύθμενος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀπύθμενος < ἀ- στερητικό + (πυθμήν) πυθμεν- + -ος, δηλαδή χωρίς πάτο, χωρίς βάση)
Επίθετο[επεξεργασία]
απύθμενος, -η, -ο
- χαρακτηρισμός αντικειμένου με μεγάλο βάθος
- (μεταφορικά) χαρακτηρισμός μεγάλης έντασης μιας έννοιας, συχνά με αρνητικό χαρακτήρα
- ↪ τον χαρακτήριζε μια απύθμενη βλακεία
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη πυθμένας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απύθμενος
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα α- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)