απύλωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | απύλωτος | η | απύλωτη | το | απύλωτο |
γενική | του | απύλωτου | της | απύλωτης | του | απύλωτου |
αιτιατική | τον | απύλωτο | την | απύλωτη | το | απύλωτο |
κλητική | απύλωτε | απύλωτη | απύλωτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | απύλωτοι | οι | απύλωτες | τα | απύλωτα |
γενική | των | απύλωτων | των | απύλωτων | των | απύλωτων |
αιτιατική | τους | απύλωτους | τις | απύλωτες | τα | απύλωτα |
κλητική | απύλωτοι | απύλωτες | απύλωτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απύλωτος < αρχαία ελληνική ἀπύλωτος
Επίθετο[επεξεργασία]
απύλωτος, -η, -ο
- που δεν έχει πύλη
- που φλυαρεί συνεχώς για να κακολογήσει ή που βωμολοχεί συνεχώς
- ↪ Aυτός έχει απύλωτο στόμα
- ※
- Εβρισε ο απύλωτος,
- όπως συνήθως, πάλι,
- αλλά ετούτη τη φορά
- ...«με γειά του» και «χαλάλι»,
- αφού είναι αποκριές
- κι έχουμε καρναβάλι!
- (Εφημερίδα Ριζοσπάστης, Μασκαραλίκια, 24/2/2000 [1])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απύλωτος
|