Μετάβαση στο περιεχόμενο

απώθηση

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απώθηση οι απωθήσεις
      γενική της απώθησης* των απωθήσεων
    αιτιατική την απώθηση τις απωθήσεις
     κλητική απώθηση απωθήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απωθήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
απώθηση < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἀπώθη(σις) + -ση  δείτε τη λέξη απωθώ

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /aˈpo.θi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: απώθηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

απώθηση θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]