απώλειες
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απώλειες < πληθυντικός αριθμός του απώλεια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]απώλειες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
- στερήσεις
- χασίματα
απώλειες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό