απών
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | απών | απούσα | απόν |
γενική | απόντος | απούσας απούσης |
απόντος |
αιτιατική | απόντα | απούσα | απόν |
κλητική | απών | απούσα | απόν |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | απόντες | απούσες | απόντα |
γενική | απόντων | απουσών | απόντων |
αιτιατική | απόντες | απούσες | απόντα |
κλητική | απόντες | απούσες | απόντα |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απών < αρχαία ελληνική ἀπών, μετοχή ενεστώτα του ἄπειμι
Επίθετο[επεξεργασία]
απών, -ούσα, -όν
- που απουσιάζει από κάπου, πχ κάποια συνάθροιση, ενώ θα έπρεπε ή αναμενόταν να είναι εκεί