αρέσκομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρέσκομαι < αρχαία ελληνική ἀρέσκομαι (ἀρέσκω)
Ρήμα[επεξεργασία]
αρέσκομαι (μόνο στους εξακολουθητικούς χρόνους)
- (μεταβατικό) (+ να) μου αρέσει, αισθάνομαι ευχαρίστηση (να...)
Κλίση[επεξεργασία]
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | αρέσκομαι | αρεσκόμουν(α) | θα αρέσκομαι | να αρέσκομαι | ||
β' ενικ. | αρέσκεσαι | αρεσκόσουν(α) | θα αρέσκεσαι | να αρέσκεσαι | αρέσκου | |
γ' ενικ. | αρέσκεται | αρεσκόταν(ε) | θα αρέσκεται | να αρέσκεται | ||
α' πληθ. | αρεσκόμαστε | αρεσκόμαστε αρεσκόμασταν |
θα αρεσκόμαστε | να αρεσκόμαστε | ||
β' πληθ. | αρέσκεστε | αρεσκόσαστε αρεσκόσασταν |
θα αρέσκεστε | να αρέσκεστε | αρέσκεστε | |
γ' πληθ. | αρέσκονται | αρέσκονταν αρεσκόντουσαν |
θα αρέσκονται | να αρέσκονται |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρέσκομαι
|