αρέσκω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρέσκω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

αρέσκω

  1. είμαι αρεστός, ευχάριστος
  2. προκαλώ συμπάθεια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]