αραίωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αραίωμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αραίωμα ουδέτερο
- η ελάττωση της πυκνότητας υγρού
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αραίωμα
|