αραβολόγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η αραβολόγος οι αραβολόγοι
      γενική του/της αραβολόγου των αραβολόγων
    αιτιατική τον/την αραβολόγο τους/τις αραβολόγους
     κλητική αραβολόγε αραβολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αραβολόγος < αραβο- + -λόγος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.ɾa.voˈlo.ɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ρα‐βο‐λό‐γος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αραβολόγος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]