αραβοποίκιλτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αραβοποίκιλτος < αραβοποίκιλμα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ɾa.voˈpi.cil.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ρα‐βο‐ποί‐κιλ‐τος
Επίθετο[επεξεργασία]
αραβοποίκιλτος, -η, -ο
- (σπάνιο) ο διακοσμημένος με αραβοποικίλματα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αραβοποίκιλτος
|
Πηγές[επεξεργασία]
- αραβοποίκιλτος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)