Μετάβαση στο περιεχόμενο

αραβοσιτάλευρο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αραβοσιτάλευρο τα αραβοσιτάλευρα
      γενική του αραβοσιτάλευρου των αραβοσιτάλευρων
    αιτιατική το αραβοσιτάλευρο τα αραβοσιτάλευρα
     κλητική αραβοσιτάλευρο αραβοσιτάλευρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αραβοσιτάλευρο < αραβόσιτ(ος) + άλευρο[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.ɾa.vo.siˈta.le.vɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αραβοσιτάλευρο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αραβοσιτάλευρο ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]