αραβοσιτοπαραγωγός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αραβοσιτοπαραγωγός < αραβόσιτ(ος) + -ο- + -παραγωγός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ɾa.vo.si.to.pa.ɾa.ɣoˈɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ρα‐βο‐σι‐το‐πα‐ρα‐γω‐γός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αραβοσιτοπαραγωγός αρσενικό ή θηλυκό
- (σπάνιο, επάγγελμα) άτομο που καλλιεργεί καλαμπόκια
Επίθετο[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | αραβοσιτοπαραγωγός | το | αραβοσιτοπαραγωγό | ||
γενική | του/της | αραβοσιτοπαραγωγού | του | αραβοσιτοπαραγωγού | ||
αιτιατική | τον/την | αραβοσιτοπαραγωγό | το | αραβοσιτοπαραγωγό | ||
κλητική | αραβοσιτοπαραγωγέ | αραβοσιτοπαραγωγό | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | αραβοσιτοπαραγωγοί | τα | αραβοσιτοπαραγωγά | ||
γενική | των | αραβοσιτοπαραγωγών | των | αραβοσιτοπαραγωγών | ||
αιτιατική | τους/τις | αραβοσιτοπαραγωγούς | τα | αραβοσιτοπαραγωγά | ||
κλητική | αραβοσιτοπαραγωγοί | αραβοσιτοπαραγωγά | ||||
Επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -ή. | ||||||
ομάδα '-ός -ός -ό', Κατηγορία όπως «εξαγωγός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
αραβοσιτοπαραγωγός, -ός, -ό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αραβοσιτοπαραγωγός
|
Πηγές[επεξεργασία]
- αραβοσιτοπαραγωγός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Κατηγορίες:
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -παραγωγός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γιατρός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα '-ός -ός -ό' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'εξαγωγός' (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)