αραγονίτης
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.ɾa.ɣoˈni.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ρα‐γο‐νί‐της
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αραγονίτης αρσενικό