αραλίκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αραλίκι τα αραλίκια
      γενική του αραλικιού των αραλικιών
    αιτιατική το αραλίκι τα αραλίκια
     κλητική αραλίκι αραλίκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αραλίκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική aralık < ara +‎ -lık < παλαιά τουρκικά āra < πρωτοτουρκική *hār- (χώρισμα, διαίρεση)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αραλίκι ουδέτερο

  1. το άνοιγμα, η ρωγμή, η χαραμάδα
    ※  Το ξύλινο πάτωμα, με τα μεγάλα αραλίκια που άφηναν τα σανίδια, έτριζε σε κάθε μου βήμα. (Γιάννης Ξανθούλης (2008) Κωνσταντινούπολη των ασεβών μου φόβων [μυθιστόρημα])
  2. η ευκαιρία
  3. η κατάσταση κατά την οποία χαλαρώνεις και δεν ασχολείσαι με τίποτα
     συνώνυμα: το καθισιό
    μετά τις εξετάσεις το 'ριξε στο αραλίκι
  4. η τεμπελιά, η ανάπαυση, η χαλάρωση, το χουζούρι
  5. η κατάσταση άνετης διαβίωσης

Μεταφράσεις[επεξεργασία]