αρασέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρασέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική arraché[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αρασέ ουδέτερο άκλιτο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]