αραχνοκεντημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αραχνοκεντημένος η αραχνοκεντημένη το αραχνοκεντημένο
      γενική του αραχνοκεντημένου της αραχνοκεντημένης του αραχνοκεντημένου
    αιτιατική τον αραχνοκεντημένο την αραχνοκεντημένη το αραχνοκεντημένο
     κλητική αραχνοκεντημένε αραχνοκεντημένη αραχνοκεντημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αραχνοκεντημένοι οι αραχνοκεντημένες τα αραχνοκεντημένα
      γενική των αραχνοκεντημένων των αραχνοκεντημένων των αραχνοκεντημένων
    αιτιατική τους αραχνοκεντημένους τις αραχνοκεντημένες τα αραχνοκεντημένα
     κλητική αραχνοκεντημένοι αραχνοκεντημένες αραχνοκεντημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αραχνοκεντημένος < {αράχνη+κεντώ+κατάληξη παθητικής μετοχής -μένος}

Μετοχή[επεξεργασία]

αραχνοκεντημένος

  • {αυτός που είναι κεντημένος ή πλεγμένος σαν τον ιστό της αράχνης, ο αραχνοΰφαντος}

Μεταφράσεις[επεξεργασία]