αρβανιτόβλαχος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρβανιτόβλαχος οι αρβανιτόβλαχοι
      γενική του αρβανιτόβλαχου
αρβανιτοβλάχου
των αρβανιτόβλαχων
αρβανιτοβλάχων
    αιτιατική τον αρβανιτόβλαχο τους αρβανιτόβλαχους
αρβανιτοβλάχους
     κλητική αρβανιτόβλαχε αρβανιτόβλαχοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αρβανιτόβλαχος < Αρβανίτης αρβανιτό- + -βλαχος Βλάχος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αρβανιτόβλαχος αρσενικό (θηλυκό αρβανιτόβλαχα)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]