αρβαντοβλάχικα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα αρβαντοβλάχικα
      γενική των αρβαντοβλάχικων
    αιτιατική τα αρβαντοβλάχικα
     κλητική αρβαντοβλάχικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρβαντοβλάχικα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αρβαντοβλάχικος στον πληθυντικό

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αρβαντοβλάχικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]